- αλτζερίνικος
- -η, -οβλ. αλγερινός, -ή, -ό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλγερινός — αλγερινός, ή, ό και αλγερίνικος, η, ο και αλτζερίνικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Αλγέρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)